πηγούς

πηγούς
πηγός
well put together
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πηγός — και παγός, ή, όν, Α 1. συμπαγής, σωματώδης («ἵππους πηγούς», Ομ. Ιλ.) 2. (για κύμα) πολύ φουσκωμένο, πελώριο 3. λευκός (α. «πηγός πλόκος», Λυκόφρ. β. «πηγὰ ὀστέα», πάπ.) 4. το αρσ. ως ουσ. ὁ πηγός το αλάτι 5. (κατά τον Ησύχ.) «πηγόν οἱ μἐν λευκόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”